- σπανιστή
- σπανιστόςscantyfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπανιστός — ή, όν, Α [σπανίζω] 1. σπάνιος 2. ευτελής 3. (για χώρα) άγονος, άφορος («σπανιστή καρποῑς ἐστι», Στράβ.) … Dictionary of Greek